- φθειρός
- φθείρlousemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθειράριος — ον, ΜΑ ψειριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + κατάλ. άριος (πρβλ. ψωρ άριος)] … Dictionary of Greek
φθειρογράφος — ὁ, Α ονομασία εμπλάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + γράφος*] … Dictionary of Greek
φθειροκομίδης — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ φθεῑρας τρέφων». [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικό πατρωνυμικό, σχηματισμένο από ένα αμάρτυρο *φθειρόκομος (< φθείρ, φθειρός + κομῶ «φροντίζω») με κατάλ. ίδης*] … Dictionary of Greek
φθειροκτόνος — α, ο / φθειροκτόνος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. αυτός που εξολοθρεύει τις ψείρες («φθειροκτόνο φάρμακο») μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φθειροκτόνον το φυτό φθείριον*, σταφισαγρία, κν. σήμερα ψειροβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + κτόνος (< κτείνω… … Dictionary of Greek
φθειροποιός — όν, Α 1. αυτός που παράγει ψείρες («ἔριον φθειροποιόν», Πλούτ.) 2. αυτός που έχει μικρούς εδώδιμους σπόρους («πίτυς φθειροποιός.», Θεόφρ.) 3. καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + ποιός*] … Dictionary of Greek
φθειροπύλη — ἡ, Α ειρωνικό παρωνύμιο εταίρας, τής Φανοστράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + πύλη. Η αρχική σημ. τής λ. πρέπει να ήταν «πόρτα, πύλη για τις ψείρες» και όχι η σημ. που προτείνεται από ορισμένους μελετητές «αυτή που στηριζόταν στην πόρτα και… … Dictionary of Greek
φθειροτραγώ — έω, Α τρώω σπόρους κουκουναριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + τραγῶ (< τραγος < θ. τραγ , πρβλ. τραγ εῖν, απρμφ. αορ. β τού ρ. τρώγω*), πρβλ. συκο τραγῶ] … Dictionary of Greek
φθειροτρωκτώ — έω, Α φθειροτραγῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + τρωκτῶ (< τρώκτης < τρώκτης < τρώγω)] … Dictionary of Greek
φθειροφάγος — ον, Α (κυρίως το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φθειροφάγοι λαός τής Κολχίδος που συνήθιζε να τρώει σπόρους κουκουναριάς και τού οποίου η ονομασία οφείλεται, κατά τον Στράβωνα, στη ρυπαρότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + φάγος*] … Dictionary of Greek
φθειροφόρος — α, ο / φθειροφόρος, ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που έχει ψείρες αρχ. αυτός που έχει μικρούς εδώδιμους σπόρους («πίτυς φθειροφόρος», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + φόρος*] … Dictionary of Greek